- κοιλιακος
- κοιλιακός3брюшной, желудочный
(ἀρρωστήματα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀρρωστήματα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοιλιακός — ή, ό (AM κοιλιακός, ή, όν) [κοιλία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοιλιά (α. «κοιλιακοί μύες» οι μύες τών προσθιοπλάγιων τοιχωμάτων τής κοιλιακής κοιλότητας β. «ἐκ πολλῆς ἀπορίας ὑδερικοῑς και κοιλιακοῑς περιέπιπτον ἀρρωστήμασιν», Πλούτ.)… … Dictionary of Greek
κοιλιακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην κοιλιά: Τον έπιασε κοιλιακός τύφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοιλιακός πτερυγισμός — Γρήγορες, ασυντόνιστες, μη αποτελεσματικές συστολές των κοιλιών της καρδιάς, που αν δεν αντιμετωπιστούν, μπορεί να αποβούν μοιραίες … Dictionary of Greek
κοιλιακά — κοιλιακός of the bowels neut nom/voc/acc pl κοιλιακά̱ , κοιλιακός of the bowels fem nom/voc/acc dual κοιλιακά̱ , κοιλιακός of the bowels fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλιακῶν — κοιλιακός of the bowels fem gen pl κοιλιακός of the bowels masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλιακόν — κοιλιακός of the bowels masc acc sg κοιλιακός of the bowels neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλικός — Κοιλιακός πόνος μεγάλης έντασης, που οφείλεται σε σπασμό ενός κοίλου σπλάχνου· ο εντοπισμός και η αντανάκλασή του εξαρτώνται από το ενεχόμενο όργανο. Ο σπασμός των χοληφόρων οδών προκαλεί, για παράδειγμα, τον αποκαλούμενο κ. του ήπατος, κατά τον… … Dictionary of Greek
κοιλιακαῖς — κοιλιακός of the bowels fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλιακαί — κοιλιακός of the bowels fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλιακοῖς — κοιλιακός of the bowels masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλιακοί — κοιλιακός of the bowels masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)